- κηπουροῦ
- κηπουρέωpractise gardeningpres imperat mp 2nd sg (attic)κηπουρέωpractise gardeningimperf ind mp 2nd sg (attic)κηπουρόςkeeper of a gardenmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оградьникъ — ОГРАДЬНИК|Ъ (7), А с. Огородник, садовник: нѣции… шедше во оградъ. и просѧть ѹ оградникъ зель˫а въ ˫адь себѣ. (παρὰ τοῦ κηπουροῦ) ФСт XIV/XV, 24б; и иже харатьи дѣлатель. иже обѣдотворець. и оградникъ. (ὁ κηπουρός) Там же, 28б; ли писець ли слуга … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
оградьничьство — ОГРАДЬНИЧЬСТВ|О (1*), А с. Огородничество, садоводство: ˫ако очи имыи… и на шевъ. на мѣдотворенье. на оградничьство. || и на другое нѣкако. (τὴν τοῦ κηπουροῦ) ФСт XIV/XV, 175а–б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κέντια — η κοινή ονομασία δύο ειδών αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kentia < από το όνομα τού William Kent, Ολλανδού κηπουρού και ταξιδευτή στην Ανατολή] … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κηπευτικός — ή, ό (ΑΜ κηπευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα») 2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτική η τέχνη τού κηπουρού, η κηπουρική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικά… … Dictionary of Greek
κηπουρικός — ή, ό (ΑΜ κηπουρικός, ή, όν) [κηπουρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον κήπο ή στον κηπουρό και την τέχνη του (α. «κηπουρικά εργαλεία» β. «κηπουρικαὶ θύραι», Θεόφρ.) νεοελλ. μσν. το θηλ. ως ουσ. η κηπουρική η τέχνη τού κηπουρού, η… … Dictionary of Greek
λυονία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lyonia, από το όν. τού L. Lyon, Σκώτου κηπουρού και συλλέκτη φυτών] … Dictionary of Greek
οικίσκος — ο (ΑΜ οἰκίσκος) [οίκος] (υποκορ. τού οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι νεοελλ. ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτο («οικίσκος κηπουρού») αρχ. 1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος 2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα 3 … Dictionary of Greek
χειρίδα — η / χειρίς, ῑδος, ΝΜΑ μανίκι, το τμήμα τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι από τον ώμο ώς τον καρπό (α. «...και με χειρίδας ανοικτάς», Παπαδ. β. «χειρίδας καὶ προγαστρίδια», Λουκιαν.* γ. «ἐπικατήμενος χειρίδι πλέη ἀργυρίου», Ηρόδ.) νεοελλ. (στον… … Dictionary of Greek
ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές … Dictionary of Greek